διοικήτρια

διοικήτρια
διοικήτρια, η (Α)
η οικονόμος τού σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τού διοικητής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διοικήτρια — housekeeper fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοικητρίας — διοικητρίᾱς , διοικήτρια housekeeper fem acc pl διοικητρίᾱς , διοικήτρια housekeeper fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοικητρίαις — διοικήτρια housekeeper fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοικητής — ο (AM διοικητής, Α και θηλ. διοικήτρια) [διοικώ] αυτός που διοικεί ή διευθύνει μια υπηρεσία νεοελλ. 1. «γενικός διοικητής» αυτός που διευθύνει γενική διοίκηση 2. «στρατιωτικός διοικητής» εκείνος που ασκεί τις έκτακτες εξουσίες που απορρέουν από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”